ὁμοιοπαθῆ

ὁμοιοπαθῆ
ὁμοιοπαθής
having like feelings
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ὁμοιοπαθής
having like feelings
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ὁμοιοπαθής
having like feelings
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὁμοιοπαθῇ — ὁμοιοπαθέω have similar feelings pres subj mp 2nd sg ὁμοιοπαθέω have similar feelings pres ind mp 2nd sg ὁμοιοπαθέω have similar feelings pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοιοπαθής — ές (ΑΜ ὁμοιοπαθής, ές) 1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με άλλον ή με άλλους, αυτός που παθαίνει τα ίδια δεινά με άλλον ή με άλλους 2. (για πράγματα) αυτός που υπόκειται στους ίδιους νόμους στους οποίους υπόκεινται και άλλοι. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • ομοιοπαθητικός — ή, ό, θηλ. ως ουσ. και ός 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομοιοπάθεια ή στον ομοιοπαθή 2. το θηλ. ως ουσ. η ομοιοπαθητική θεραπευτική αντίληψη και αγωγή κατά την οποία χορηγούνται σε απειροελάχιστες δόσεις στον ασθενή ουσίες, που, σε… …   Dictionary of Greek

  • στολή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σπολά Α 1. ενδυμασία, ένδυμα, φορεσιά 2. (ειδικά) ομοιόμορφη ή διακριτική ενδυμασία που φοριέται με μια ορισμένη ευκαιρία ή από όσους ανήκουν σε μια τάξη, σε μια οργάνωση ή σε ένα επάγγελμα ή κατάγονται από ορισμένη περιοχή ή …   Dictionary of Greek

  • ομοιοπαθητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ομοιοπαθή ή στην ομοιοπάθεια. 2. (ουσ.) ομοιοπαθητική, η ιατρική θεραπευτική μέθοδος με φάρμακα που προκαλούν τα ίδια συμπτώματα με την ασθένεια που καταπολεμά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”